ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

2013-06-03 18:20

Δημος + κρατέω αιολικός τύπος κρετέω

κρετέω αμετάβατο, δηλ. χωρίς αντικείμενο, έχω την εξουσία, τη δύναμη, εξουσιάζω, βασιλεύω.



με γενική νικώ κάποιον, υπερτερώ, είμαι κύριος κάποιου. Το παθητικό, κρατοῦμαι υπό τινος ή με δοτική : νικιέμαι, καταβάλλομαι



κατέχω, γνωρίζω καλά (π.χ. τις επιστήμες)



θυμάμαι (κράτα αυτή την κουβέντα, θυμήσου την)



αφομοιώνω, μεταβολίζω




ἰσχυρότερα ᾖ ἢ δυνήσεται κρατεῖν ἡ φύσις (πιο ισχυρά από όσα μπορεί να αφομοιώσει ο οργανισμός) πόνους




(μεταγενέστερα) στη γλώσσα των ευαγγελίων έχει την έννοια του κρατάω (π.χ. το χέρι κάποιου, ψωμί κ.λπ.)