ΓΑΛΛΙΑ - ΚΟΡΣΙΚΗ, Ο ΒΡΑΧΟΣ ΤΩΝ ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΩΝ

2013-06-04 19:12
 

ΓΑΛΛΙΑ - ΚΟΡΣΙΚΗ, Ο ΒΡΑΧΟΣ ΤΩΝ ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΩΝ

 

ΤΟ ΜΕΤΕΡΙΖΙ ΤΗΣ ΠΕΡΗΦΑΝΙΑΣ          Ένα αντρικό κεφάλι προφίλ, μ’ ένα πανί σφιχτά δεμένο στο μέτωπο κι ένα χοντρό σκουλαρίκι κουρσάρικο. Ένα αντρικό κεφάλι σχεδιασμένο με σπρέι στον τοίχο. Σε πολλούς τοίχους. Και δίπλα η λέξη «LOTTA». Αγώνας. Μου πήρε καιρό να καταλάβω πως είναι η υπογραφή του κορσικάνικου κινήματος γι αυτοδιάθεση. Ένα αντρικό κεφάλι προφίλ, σχεδιασμένο με μαύρο σπρέι, που ζητάει τη δική του εκδοχή της Ιστορίας.«LOTTA».


Του Κώστα Ζυρίνη


Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 189/22.11.2003



Φόντο σε τρία επίπεδα του μπλε: Του ουρανού, του ορεινού ανάγλυφου και της θάλασσας που την αναδεύει η μανιασμένη προπέλα. Βρίσκομαι πάνω στη νοητή θαλάσσια οριογραμμή που χωρίζει την Ιταλία από τη Γαλλία. Τη Σαρδηνία από την Κορσική, για την ακρίβεια.


Σαρδηνία - Κορσική. Δυο αντικριστοί πολύτιμοι λίθοι με τη δική τους Ιστορία. Άλλοτε κοινή κι άλλοτε όχι. Ένας πολιτισμός που κόπηκε στα δυο καθώς γεννιόντουσαν τα κράτη. Η διεκδίκηση, η αρπαγή κι ο πόλεμος. Tο δικό μου δικό μου και το δικό σου δικό μου. Μα... Δεν έχει "μα". Σφαγή, θάνατος, υποδούλωση. Φεουδάρχες, βασιλιάδες, πάπες, αυτοκράτορες και δε συμμαζεύεται.


ΕΙΣΔΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΣ 


Τα παλιότερα χνάρια ανθρώπινης παρουσίας στην Κορσική χρονολογούνται εννέα χιλιάδες χρόνια πριν από τις μέρες μας. Είναι τα χνάρια εποίκων από μια περιοχή που σήμερα χαρακτηρίζεται ως βόρεια Ιταλία. Τρεις χιλιετίες αργότερα πλάκωσε ένα άλλο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα προερχόμενο από τα νησιά και τις ακτές του Αιγαίου. Τούτοι δω έφεραν μαζί τους την τέχνη των μεγαλιθικών κτισμάτων και των τεράστιων φαλλικών μενίρ εκ των οποίων τα μέχρι σήμερα διασωθέντα ορθώνονται μεγαλοπρεπώς στην ευρύτερη περιοχή της Σαρτέν.


Αργότερα, έναν αιώνα πριν ανατείλει για την ανθρωπότητα ο Παρθενώνας, καταφθάνουν και οι Φωκαείς για να ιδρύσουν την Αλέρια, την πρώτη ελληνική αποικία στο νησί. Οι εν λόγω φύτεψαν ελιές και αμπέλια, κι έμαθαν τον γηγενή πληθυσμό της Κορσικής να μπεκρουλιάζει για να τον έχουν του χεριού τους. Λίγο αργότερα νάσου και οι Ετρούσκοι οι οποίοι, αστέρια στη φωτιά και στο τσεκούρι καθώς ήσαν, καθυπόταξαν το νησί. Όχι όμως για πολύ διότι η τεχνολογικώς προηγμένη πολεμική μηχανή και η κτηνωδία των Καρχηδονίων έκανε τους ντόπιους να φτύσουν της μάνας τους το γάλα. Κι έτσι η εξουσία άλλαξε πάλι χέρια. Αχ αυτή η εξουσία!


Αλλά και οι Καρχηδόνιοι δεν το χάρηκαν για πολύ. Τους τρίζουν τα δόντια οι ανερχόμενοι Ρωμαίοι. Έχετε χημικά, λέει. Ποιοι, εμείς; αν είναι δυνατόν στην εποχή που ζούμε! Ελάτε να ψάξετε κι αν τα βρείτε... Θα τα βρούμε αφού πρώτα σας τσακίσουμε! Κάνουν γιουρούσι, λοιπόν, οι υπό τον Σκιπίωνα Ρωμαίοι και θεμελίωσαν έτι περισσότερο αυτό που οι μεταγενέστεροι ονομάτισαν Παξ Ρομάνα. Πάντως χημικά δεν βρήκαν. Μιλάμε για κατάπτυστα κουμάσια.


Και για να μην ξεχνιόμαστε: όλοι αυτοί οι επιδρομείς υποδούλωσαν σχετικά εύκολα τις παράκτιες περιοχές της Κορσικής καθότι η γρανιτένια ενδοχώρα έδειχνε να διαθέτει από τότε τσαγανό. Είχε το αντάρτικο στο ντιενέι της.



Οι Κορσικανοί των ορέων, ανυπότακτοι σαν αετοί, αντιστάθηκαν στους Ρωμαίους εκπολιτιστές περί τα εκατόν πενήντα χρόνια συνεχούς αντάρτικου. Λες και ήταν Ιρλανδοί του Ίρα. Νομίζω όμως ότι τα έχω κάνει κουλουβάχατα διότι μπερδεύω μεταξύ τους εντελώς διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Φταίει ίσως ο βράχος του Μπονιφάτσιο που μου αποδιοργανώνει τη σκέψη. Εννοώ ότι μπαίνουμε στο λιμάνι.


ΕΙΣΔΥΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΥΧΟ


Μια βαθιά υδάτινη εσοχή. Ένας γεωλογικός μυχός, οργιαστικά πλήρης από τα δώρα της Μεσογείου, άνοιξη γαρ, προστατευόμενος απ τ' αναχώματα και τα βράχια της φύσης, τ' απαλά σαν καμπύλες νωθρής ερωμένης και τα τραχιά σαν θώρακα αλλοτινού πολεμιστή. Το λιμάνι του Μπονιφάτσιο. Γι αυτό μιλώ. Δεν μπορείς, εγώ τουλάχιστον, παρά να το αγαπήσεις πάραυτα. Και γι αυτό θ' αφήσω έξω από το φωτογραφικό μου πλαίσιο, όσο αυτό είναι εφικτό, το τουρισταριό της μιας ώρας, τον τζερτζελέ του πάρτε κόσμε κι όλη τη βαβούρα της καλολαδωμένης τουριστικής μηχανής. Διότι αξία δεν έχει μόνο η πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας, αξία έχει και η ανάδειξη της ομορφιάς που κρύβει μέσα της. Εάν και εφ' όσον, φυσικά.


Μπονιφάτσιο θα πει Κορσική και Κορσική θα πει... Θα πει κάτι το ανυπότακτο. Κάτι το ανάδελφο και αδούλωτο. Όπως η μυθολογία, μαζί και η Ιστορία, θέλουν την Κρήτη, τη Μάνη, το Σούλι και τη Σαρδηνία. Τον αέρα αυτών των αξιών αναπνέω ανεβαίνοντας ψηλά στο Κάστρο, στην περιτειχισμένη ιστορική πόλη. Άλλος αέρας. Άλλη εποχή. Άλλος κόσμος ετούτος. Παράθυρα και πόρτες ερμητικά κλειστά. Άσε τους μαγαζάτορες των σουβενίρ στα ισόγεια. Αυτοί θα εμπορευτούν πάνω στην ανάγκη σου να μην ξεχάσεις το τι είδες και τι ένοιωσες. Ασ' τους.


Πάνω ψηλά, ψηλά στις βίγλες του ακρότειχου, μετεωριζόμενος μεταξύ ουρανού και απέραντου γαλάζιου, τα βλέπεις όλα. Τα φουσκωμένα πανιά στις καραβέλες των Σαρακηνών κουρσάρων να πλησιάζουν για τη σφαγή και το πλιάτσικο. Μπα, για ένα κοινό φέρυ μπωτ πρόκειται. Ίσως αυτό το ίδιο που δυο ώρες πριν μας έφερε από τη Σαρδηνία. 


Κι εβδομήντα κάθετα μέτρα, κάτω από το σώμα μου, να σκάζει το κύμα υπόκωφο και τιτάνιο. Γιατί να μη μπορώ να σταθώ ώρες και μέρες εδώ; Γιατί να πρέπει να γυρίσω στη γκρίζα αιθαλομίχλη και στο μποτιλιάρισμα που ευτελίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια; Γιατί;


 



ΚΑΙ ΠΑΞ ΚΡΙΣΤΙΑΝΑ


Για πέντε αιώνες η Κορσική καθίσταται, με το έτσι θέλω των Ρωμαίων ιμπεριαλιστών, μια από τις (βίαια) Ηνωμένες Επαρχίες της Παξ Ρομάνα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όπως, επί παραδείγματι, με το να καταστεί αργότερα και φέουδο της παπικής κυριαρχίας, η οποία, βεβαίως, ουδέποτε περιορίστηκε στην πνευματική εξουσία επί των αμνών του ποίμνιού της. Κανείς και ποτέ πεφωτισμένος αρχιεκπρόσωπος Θεών δεν περιορίστηκε στα πνευματικά. Αυτό δα μας έλειπε! Εξουσία χωρίς φουσκωμένο μπεζαχτά γίνεται; Δε γίνεται! 


Κι όταν βούλιαξε στις αμαρτίες της η Παξ Ρομάνα, πατάν το ποδάρι τους στο νησί οι Βάνδαλοι. Τους οποίους δε νομίζω ότι θα προσβάλλω αν τους αποκαλέσω βάνδαλους. Αφού λοιπόν βανδάλισαν δεόντως το νησί, εκτοπίστηκαν, το Πεντακόσια τόσο, από τους Βυζαντινούς. Λουλούδια οι Βυζαντινοί! Δε σου λέω τίποτα παραπάνω γιατί θα μου την πέσει κάνας βυζαντινολάτρης στη στήλη της αλληλογραφίας. Φοβού τους βυζαντινολάτρες! Μετά τους Βυζαντινούς παίρνουν σειρά στη κατοχή της νήσου οι Οστρογότθοι (όνομα κι αυτό!), οι Λομβαρδοί και οι Φράγκοι. Εκ περιτροπής αλλά ενίοτε και συγχρόνως. Κάτι σαν ομαδικός βιασμός.


ΣΑΝ ΚΑΡΜΙΝΑ ΜΠΟΥΡΑΝΑ


Ένα άγριο, τραχύ ανάγλυφο, ίδιο με την ψυχή των Κορσικανών, όπως μ' αρέσει να τη φαντάζομαι. Πυκνή βλάστηση. Άνοιξη! Πού να πρωτοσταθείς και τι να πρωτοφωτογραφίσεις; Τα φαράγγια; Τις γρανιτένιες ορεογραμμές; Την εκπληκτική αρχιτεκτονική των χωριών που η κακογουστιά της τουριστικής υπερεκμετάλλευσης δεν κατάφερε (ακόμα) να καταστρέψει; Ιδού η απάντηση στα νεοελληνοπρεπή φληναφήματα περί την ανάγκη της τουριστικής ανάπτυξης. Οι Κορσικανοί σε δέχονται αλλά δεν πουλάνε την ψυχή τους. Δεν φτύνουν πάνω στην πολιτισμική τους συνέχεια. Δε βάζουν πλαστικό κεραμίδι και δεν αντικαθιστούν την άγια πέτρα τους με το οπλισμένο σκυρόδεμα. 


Και οδηγώντας επισημαίνω πως σε όλες, ή σχεδόν σε όλες, τις οδικές πινακίδες, που σε γλώσσα διπλή, γαλλική και κορσικάνικη, σε κατευθύνουν στον άλφα ή βήτα προορισμό, η γαλλική εκδοχή έχει καλυφτεί με σπρέι από χέρι Κορσικανού αυτονομιστή κι έχει μείνει η Κορσικάνικη. Γουστάρω!



Δεν θα το πιστέψεις. Οδηγώ στον βασικό οδικό άξονα της νήσου και αισθάνομαι ότι ακούω Μπαχ. Ίσως κάτι, κάπως, σαν από τα Κατά Ιωάννη Πάθη ενώ είμαστε και οι δυο εκστασιασμένοι, και το μόνο που μπορεί να περάσει από τ' αφτιά μας είναι η μουσική της φύσης. Των πουλιών. Του απαλού ανέμου καθώς διαχέεται μέσα στα πυκνά έλατα και στα φυσικά ηχεία που είναι τα φαράγγια. Τ' ακούς, Ισαβέλλα; Ποια; Τα Κατά Ιωάννη Πάθη; Όχι, νομίζω πως ακούω την Κάρμινα Μπουράνα του Καρλ Ορφ. Καλά πάμε, λοιπόν! 



Και κανείς δεν με προσπερνά νεοελληνικά. Κανείς δεν κορνάρει μανιασμένα απαιτώντας να πέσω στο φαράγγι προκειμένου να φτάσει μισό δευτερόλεπτο νωρίτερα στον προορισμό του. Κανείς δεν ορμά πάνω στο κοπάδι των αιγοπροβάτων που διασχίζει την κεντρική οδική αρτηρία. Κανείς δεν διαθέτει ούτε ίχνος απ τη μαγκιά των συνελλήνων μου. Ω, ναι, είμαστε έθνος ανάδελφο!



Μια πινακίδα στα κορσικάνικα, μετά ένα ήρεμο ποτάμι, ένα υπέροχο γεφύρι και, ιδού, η ανεπανάληπτη Σαρτέν. Που συντρίβει την άφρονα προκατάληψή μου ότι, και καλά, ταξίδι σημαίνει μόνο Λατινική Αμερική, Αφρική και Ασία.


Δρόμοι και δρομάκια αψιδωτά και πλακόστρωτα που μόνο το καταμεσήμερο τα χαϊδεύει ο ήλιος. Κτήρια στοιχισμένα που ψήλωναν κι από λίγο μέσα στους αιώνες. Τοίχοι ξεφλουδισμένοι και τοίχοι ξανανιωμένοι από αγάπη για τις αξίες που δεν πρέπει να πεθαίνουν. Μια Ιστορία της νήσου εκφρασμένη από την αισθητική της. Κι από το κορσικάνικο κεφάλι σχεδιασμένο στους τοίχους με σπρέϋ.


Εσπρέσσο στην πλας ντε λα Λιμπερασιόν. Όπου άλλοτε στηνόταν η γκιλιοτίνα για να θερίσει τα κεφάλια των ληστών, των ανταρτών και των, κατά τους ιεροεξεταστές, άθεων. Το χρώμα της Ιστορίας είναι κόκκινο.



ΑΧ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ!


Στις αρχές του Ένατου, επί παπικής ακόμη κυριαρχίας, εισβάλλουν οι Σαρακηνοί και πιάνουν τις ακτές και τα λιμάνια. Σκληρά κουμάσια, και περιττεύουν οι επιπλέον συστάσεις. Οι Κορσικανοί συγκεντρώνονται στην άπαρτη γρανιτένια ενδοχώρια τους όπου και εμφανίζονται οι πρώτες φαμίλιες των γηγενών μεγαλοτσιφλικάδων, οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί για το ποιος θά 'χει το πάνω χέρι και την εύνοια του κατακτητή, αλλά και η απαρχή μιας προϊούσας εθνικής και ταξικής συνειδητοποίησης των αγροτών: γόνιμο έδαφος για να φυτρώσουν τα λουλούδια των εν συνεχεία ατέρμονων αγώνων για εθνική αυτονομία.


Από τις αρχές του Ενδέκατου μέχρι τις αρχές του Δέκατου τρίτου αιώνα το Βατικανό κάνει παιχνίδι μοιράζοντας και ξαναμοιράζοντας σα να ήταν τράπουλα την εκμετάλλευση του νησιού ανάμεσα στους Πιζαίους, τους Αραγονέζους και τους Γενοβέζους, οι οποίοι Γενοβέζοι, εν τέλει, ευνοήθηκαν το περισσότερο από τους άγιους πατέρες. Το διαίρει και βασίλευε είναι, νομίζω, εφεύρεση της Αγίας Έδρας που την εφάρμοσε όχι μόνο ανάμεσα στις πόλεις-κράτη που επηρέαζε αλλά και ανάμεσα στις φατρίες των κορσικανών μεγαλοτσιφλικάδων.


Η πρώτη μεγάλη ανεξαρτησιακή εξέγερση των Κορσικανών ξέσπασε το Χίλια εφτακόσια είκοσι εννιά με αφορμή την άρνηση κάποιου ορεινού χωριού να πληρώσει το χαράτσι που αξίωναν οι Γενοβέζοι. Ήταν η θρυαλλίδα. Μέσα σε δύο χρόνια η αγροτική εξέγερση επεκτάθηκε σ' όλο το νησί. Κάπου εδώ αρχίζουν να χώνουν τη μύτη τους και οι Άγγλοι, υπέρ των Κορσικανών δήθεν, αλλά και οι Γάλλοι, υπέρ των Γενοβέζων, χωρίς "δήθεν". Κι εν τέλει ήσαν οι "χωρίς δήθεν" που επικράτησαν.


Αυτήν την περίοδο, εφτακόσιοι περίπου Μανιάτες του γένους των Στεφανοπουλαίων από το Οίτυλο, μετά από μια σειρά αδερφοκτόνες βεντέτες μεταξύ μανιάτικων φατριών, παίρνουν των ομματιών και των καραβιών τους για να καταλήξουν, εν τέλει, στην Κορσική και να ιδρύσουν ένα χωριό ονόματι Παομία. Αλλά και κει δεν τα πήγαν καλά με τους ντόπιους διότι οι Μανιάτες δεν ήθελαν, καθότι γαλλόφιλοι, να συμπράξουν στον αυτονομιστικό αγώνα των Κορσικανών. Κι έτσι αναγκάστηκαν να τα μαζέψουν για να μετεγκατασταθούν στο Αιάκειο. Ή, άλλως πως, Αζάτσιο.


Πληροφορούμαι πως στα απομνημονεύματά της η Λάουρα Στεφανοπούλου αναφέρει λίγο πολύ και τα εξής: Οι Βοναπάρτηδες κατάγονται από τη μανιάτικη οικογένεια των Καλόμερων οι οποίοι με τη σειρά τους είναι παρακλάδι του γένους των Στεφανοπουλαίων. Αυτοί οι Καλόμεροι,  μετά την εγκατάστασή τους σε κάποια περιοχή της Τοσκάνης, άλλαξαν το επίθετό τους και τό καναν Μπουοναπάρτε. (σημείωση δική μου: "μπουόνα πάρτε" σημαίνει "καλή μεριά" απ όπου και η ρίζα του ονόματος των Καλόμερων). Κάποιος απόγονός τους, λοιπόν, εγκαταστάθηκε στο Αιάκειο κι έγινε ο γενάρχης του κορσικάνικου κλαν των Μποναπάρτηδων. Κι όταν ο μεταγενέστερος Κάρολος Βοναπάρτης αποδήμησε εις Κύριον, την κηδεμονία του ορφανού Ναπολέοντα, που αργότερα έγινε διάσημος και ως Μέγας, ανέλαβε κάποιος στρατηγός (τίνος στρατού δεν ξέρω) ονόματι Δημήτριος Στεφανόπουλος.



Αχ αυτοί οι Έλληνες, φυτρώνουν παντού χωρίς κανείς να ξέρει από τα πριν τι λουλούδια θα προκύψουν! Έτσι, λοιπόν, το αίμα που έρεε στις φλέβες του μεγάλου στρατηλάτη Ναπολέοντα, κατ άλλους σφαγέα, ήταν εν μέρει μανιάτικο. Τι να σου πω, δεν ξέρω αν κατόπιν τούτου θα πρέπει να αισθάνομαι και εθνικά υπερήφανος.


ΣΤΟ ΑΙΑΚΕΙΟ


Σιγά μη χάνουμε τον καιρό μας χαζεύοντας το σπίτι που γεννήθηκε ο Ναπολέοντας. Τάδε έφη Ισαβέλλα. Γιατί βρε πουλάκι μου, μια εμπειρία είναι κι αυτή, και στο κάτω κάτω είσαι κατά το ήμισυ Γαλλίδα! Γιατί, εσύ που είσαι κατά το όλον Έλληνας πήγες ποτέ στη Βεργίνα; Ομολογώ πως όχι.


Στεκόμαστε στο παράθυρο του ξενοδοχείου πέντε πατώματα πάνω από το δρόμο. Ποιο δρόμο; Πρόκειται για την κεντρική λεωφόρο του Αιάκειου που φέρει το όνομα του Ναπολέοντα. Και δω η Ιστορία της Κορσικής είναι γραμμένη στην ατμόσφαιρα, στα υπεραιωνόβια κτήρια, στις πλατείες, στις πλακόστρωτες λεωφόρους, και στα κλειστά, σοβαρά πρόσωπα των κατοίκων. Σαν κάτι να κρύβουν. Σαν κάτι να περιμένουν. Ή έτσι μου φαίνεται. Ούτε για μια στιγμή δεν μπορώ να αισθανθώ πως βρίσκομαι σε γαλλικό έδαφος. Όλα αποπνέουν Κορσική. Ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό.


 


Η Τσιταντέλα, το παράκτιο κάστρο που για αιώνες προστάτευε το Αιάκειο από τους εισβολείς, θα μπορούσε να με καθηλώσει εδώ για εβδομάδες. Πόσες φορές να στέγνωσε το ανθρώπινο αίμα σ' αυτά τα πλακόστρωτα! Πόσα πανηγύρια, αλλά και πόσες λαιμητόμοι, να στήθηκαν σ' αυτές τις πλατείες!


Σαν χαζοτουρίστας με το χάρτη ανοιχτό στη μέση του δρόμου. Κουρ Ναπολεόν... αβενύ ντε Παρί... ρυ Μποναπάρτ... ρυ Σεν Σαρλ... Είναι ένας μάλλον ταπεινός δρομίσκος, όχι μακριά απ το λιμάνι. Μαιζόν Μποναπάρτ. Ιδού!  Το κοπάδι των τουριστών που ακούει ευλαβικά την ξεναγό μπροστά στην είσοδο του κτηρίου δεν μας αφήνει καμιά αμφιβολία για το προς τα πού θα πάμε. Άραγε θα μου επιτρέψουν να φωτογραφήσω από τα μέσα το σπίτι που γεννήθηκε κι έκανε τα πρώτα του βήματα προς την Ιστορία ο Ναπολέων;


ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΡΑΒΑ ΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΑ


Το Χίλια εφτακόσια πενήντα τέσσερα επιστρέφει μετά βαΐων και κλάδων από την εξορία ο Κορσικανός ηγέτης του αυτονομιστικού κινήματος Πασκουάλε Πάολι και η Κορσική μαθαίνει τι εστί κοινοβούλιο και δικαίωμα ψήφου σ' όλους τους άντρες άνω των εικοσιπέντε. Χτίζονται σχολεία για τα κορσικανάκια με βάση την κορσικάνικη εθνική συνείδηση και πολιτισμό.


Οι Γάλλοι όμως δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια. Ελέγχουν πέντε παράκτιες πόλεις ενώ αγοράζουν, με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, τα δικαιώματα των Γενοβέζων στο νησί λες και αγοράζουν πατάτες στη λαϊκή. Το ασίγαστο κορσικάνικο αντάρτικο στριμώχνεται στην ενδοχώρα και περνάει δύσκολες ώρες. Η υπεροπλία των Γάλλων είναι συντριπτική. Και η προδοτική δουλικότητα ενός μέρους των ντόπιων μεγαλοτσιφλικάδων δεδομένη. Οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές νικούν. Ο Πασκουάλε Πάολι φυγαδεύεται στην Αγγλία ενώ ο Ναπολέων, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας καθώς ήταν, βρίσκεται ως υπότροφος στη στρατιωτική ακαδημία της Γαλλίας.



Καλοί οι Δαντών αλλά ενίοτε χρειάζονται κι οι Ροβεσπιέροι, μη μου πεις! Όταν το Χίλια εφτακόσια ενενήντα τρία η λεπίδα της γκιλιοτίνας χώρισε τα κεφάλια του Λουδοβίκου του δέκατου έκτου και της Αντουανέττας-του από το υπόλοιπο σώμα τους κι έπεσαν στο κοφίνι του ικριώματος, κι όταν τα πανιά της Ιστορίας φούσκωσαν από τη θύελλα της Αστικής Δημοκρατικής Επανάστασης, ο Πασκουάλε Πάολι επέστρεψε στην Κορσική και ανακηρύχτηκε πατέρας του κορσικανικού έθνους. Ο αγώνας των αυτονομιστών κατά των Γάλλων και των Γαλλόφιλων αναζωπυρώνεται. Τότε είναι που οι Βοναπάρτηδες της Κορσικής πήραν των ομματιών τους και πήγαν να βρούνε τον κανακάρη τους που σπούδαζε τον πόλεμο στη Γαλλία.


Το Χίλια εφτακόσια ενενήντα τέσσερα, οι Κορσικανοί αυτονομιστές προκειμένου να τα βγάλουν πέρα με την πολεμική μηχανή των Γάλλων απευθύνονται για βοήθεια στους καιροσκοπούντες Άγγλους. Οι Άγγλοι άλλο που δεν ήθελαν. Εντάξει παιδιά, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Και κείνο που μπόρεσαν ήταν να καταλάβουν όλο το νησί, να το ανακηρύξουν αγγλοκορσικανικό βασίλειο και στη συνέχεια να εξορίσουν τον Πάολι και τους δικούς του. Και η ζωή τραβά την ανηφόρα.  Διότι οι οπαδοί του Πάολι λένε: αυτοί οι Αγγλοσάξονες είναι πιο καθάρματα κι από τους Γάλλους. Οπότε τα ξαναβρίσκουν με τους Γάλλους και από κοινού ρίχνουν τους Άγγλους στη θάλασσα. Από κει και πέρα η Κορσική διάγει ως γαλλικός νομός με όλα τα χαρακτηριστικά του φτωχού συγγενή. 



ΚΑΡΓΚΕΖΕ


Πρώτα είδαμε τις δυο εκκλησίες, την μια απέναντι από την άλλη. Η μια καθολική κι η άλλη ουνίτικη. Μετά βρήκαμε τα γραφεία του ελληνικορσικανικού συνδέσμου. Κλειστά, καθότι αργία. Κάτι μαρμαρόγλυπτες επιγραφές, ελληνόγλωσσες, με αναφορές στο Οίτυλο και σ' ελληνικά ονόματα. Και μια ελληνική σημαία, κάπου ν' αναμετριέται με τον άνεμο. Χτυπήσαμε μια πόρτα. Κανείς. Μα, κανείς δεν κατοικεί εδώ; Χτυπήσαμε μια δεύτερη. Να, κάτι σαν καφενείο ανοιχτό! Μπήκαμε. Τι θα πει πού είναι συγκεντρωμένο το ελληνικό στοιχείο, απαντά ο καφετζής, όλοι οι κάτοικοι του χωριού θα σου πουν ότι στις φλέβες τους κυλάει μανιάτικο αίμα. Μιλά κανείς ελληνικά; Αστειεύεσαι; μετά από τόσους αιώνες; Κι αυτός με την ελληνική σημαία; Αυτός είναι βέρος Γάλλος. Τη σημαία τη βάζει για να τραβά στο μαγαζί του τους τουρίστες, πουλάει σουβενίρ.



Η ΧΟΝΤΡΑΔΑ ΤΟΥ ΝΤΕ ΓΚΩΛ


Ο Άλφα Παγκόσμιος πόλεμος μείωσε τον πληθυσμό της Κορσικής κατά είκοσι χιλιάδες. Στον Βήτα, τη στιγμή που οι ναζί εισβάλλουν στη Γαλλία, ο ανεκδιήγητος Μουσολίνι στέλνει ογδόντα πέντε χιλιάδες Ιταλούς φαντάρους στην Κορσική, οι οποίοι, μαζί με τους δέκα χιλιάδες Γερμανούς που έστειλε ο Χίτλερ, αντιστοιχούσαν ένας εισβολέας για κάθε δύο Κορσικανούς! Με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, το Χίλια εννιακόσια σαράντα τρία, το αντάρτικο παίρνει και πάλι τα πάνω του και η Κορσική καθίσταται ο πρώτος γαλλικός νομός που διώχνει τα στρατεύματα κατοχής.


 


Το 'Εξήντα δύο, ο αλγερινός λαός, μετά από πολυετή εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, υψώνει την εθνική του σημαία στα πάτρια και οι Γάλλοι άποικοι μαζεύουν τα μπογαλάκια τους κι όπου φύγει φύγει. Δεκαπέντε χιλιάδες από δαύτους, δεν πάμε καλύτερα, λένε, στην Κορσική, και ήλιο έχει, και θάλασσα, και βουνά, να σηκώσουμε κάνα ξενοδοχειάκι και να κάνουμε μπίζνες με τα λεφτά που κονομήσαμε στην Αλγερία; Και δεν πάμε, ρε δικέ μου! Αυτό όμως δεν άρεσε καθόλου στους Κορσικανούς. Σου λέει, είμαστε που είμαστε λίγοι, αν πλακώσουν κι αυτοί για να τα κονομήσουν τι θα κάνουμε 'μεις; Μπρίκια θα κολλάμε; Μετά, καπάκι, έρχεται και η χοντράδα του Ντε Γκωλ που απευθυνόμενος στην Ανθρωπότητα λέει: Αφού φωνασκείτε περί των πυρηνικών δοκιμών μας στη Σαχάρα, θα σας κάνουμε το χατίρι και στο εξής θα τις κάνουμε στην Κορσική! Ε, λοιπόν, στην Κορσική, και όχι μόνο, έγινε το ελαναδείς. Έφαγ' η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Οπότε ο Ντε Γκωλ τα κάνει γαργάρα και, εντάξει, παιδιά ένα αστείο είπαμε!


Έκτοτε μέχρι και τις μέρες μας η Κορσική δεν ησύχασε ούτε στιγμή: Αυτονομιστικές οργανώσεις και Μέτωπα σε όλες τις πολιτικές αποχρώσεις.  Ένοπλες συγκρούσεις, σαμποτάζ, τρομοκρατία με ή χωρίς εισαγωγικά (τριάντα έως σαράντα νεκροί ετησίως), βομβιστικές ενέργειες (πεντακόσιες βόμβες ετησίως κατά μέσο όρο), διαδηλώσεις, επαναλειτουργία του πανεπιστημίου Πάολι στο Κόρτε, υποχρεωτική διδασκαλία της κορσικανικής γλώσσας και Ιστορίας στα σχολεία, και πού 'σαι ακόμα!


Από τη δεκαετία του Ενενήντα, όμως, η επαναστατική φυσιογνωμία του αυτονομιστικού κινήματος άρχισε να φθίνει, αργά πλην σταθερά. Για να επιτευχθεί αυτό πλήρωσε ακριβά ο Γάλλος φορολογούμενος. Η Γαλλία έριξε πολύ χρήμα στην Κορσική. Εκεί που δεν πιάνει ο τσαμπουκάς πιάνει η άμεση ή έμμεση εξαγορά ή, άλλως, τα οικονομικά πακέτα. Και γω αναρωτιέμαι: πόσο βαθιά ριζωμένος μπορεί να είναι ο εθνικός πολιτισμός και η συνακόλουθη αυτονομιστική συνείδηση ενός λαού;


Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΩΝ


Προς την ενδοχώρα. Ο δρόμος, παιχνιδιάρικη κορδέλα στη μέση του ύψους της κάθετης πλαγιάς. Κάτω βαθιά κατάφυτα φαράγγια και το τραγούδι του χειμάρρου να φτάνει μέχρις εμάς. Πάνω γρανιτένιες οδοντωτές κορυφές, άφιλες, άγριες... Προς Κόρτε.


Προς μια καταπληκτική πόλη, αιώνια πρωτεύουσα της κορσικάνικης ψυχής. Και ιδιαίτερη πατρίδα εκείνων που "ήθελαν, λέει, να είναι λεύτεροι". Πατρίδα ανυπότακτων. Πατρίδα εκείνων με το μαντήλι στο μέτωπο και το κουρσάρικο σκουλαρίκι. Πατρίδα ανυπάκουων παρεκτός στη συνείδησή τους. 



Ένα κάστρο να δεσπόζει από ψηλά και να βιγλίζει ως πέρα που φτάνει η περηφάνεια. Και μετά, κατηφορίζοντας, το Πανεπιστήμιο "Πάολι". 



 


ΚΑΙ Η ΜΠΑΣΤΙΑ


Με τόσα ακούσματα από θρύλους ναυτικών, μουσικών και ποιητών, πώς είναι δυνατόν να μην έχω τον πυρετό της περιέργειας να τη δω; Πώς είναι δυνατόν να μην περπατήσω στο παλιό της λιμάνι; Μπορεί ν' αποβιβαστείς χίλιες φορές στη Μπαστιά και να μη δεις την Κορσική αλλά δεν μπορείς να πας στην Κορσική χωρίς να δεις την Μπαστιά. Είναι ανεπίτρεπτο.


Στο παλιό λιμάνι! Αναρίθμητα κατάρτια και πίσω τους τα πληγωμένα από το χρόνο αγέρωχα, ξεφλουδισμένα κτήρια να γέρνουν τόσο που λες, πώς στέκουν ακόμη όρθια; Ρωγμές και ανεπούλωτα τραύματα! Ποιοι τρελοί τα κατοικούν; Τρελοί ή μήπως απελπισμένοι; Πάντως παίζουν το κεφάλι τους κορώνα γράμματα.



Τα μπαρ των ναυτικών και των φευγάτων. Τα ξενοδοχεία του μιας πεντάρας έρωτα. Τα ξύλινα κουρασμένα σκαριά που σιωπούν γεμάτα μνήμες. Κι ενώ ο ζωοδότης ήλιος μάς λέει άντε γεια, κάποιοι πεισματάρηδες ψαράδες στο μώλο να επιμένουν.



Και μεις φάγαμε μύδια με κάτι σάλτσες, τι να σου πω! Και ήπιαμε απ αυτό το ωραίο κόκκινο κρασί της Κορσικής.